καταγγελτικόν

καταγγελτικόν
καταγγελτικός
announcing
masc acc sg
καταγγελτικός
announcing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταγγελτικός — καταγγελτικός, ή, όν (AM) [καταγγέλλω] αυτός που αναγγέλλει κάτι, που γνωστοποιεί κάτι («καταγγελτικὸν τῆς θυσίας», Ηλιόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”